Category Archives: επικαιρότητα – αναδημοσίευση

Χειμώνας μπαίνει ως το μυαλό

φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα

γράφει ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΝΤΟΥΛΑΣ

Τσουρούτικοι οι εορτασμοί για την φετινή επέτειο της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων. Λίγο η φτώχεια μας η οικονομική και πολύ η ανημπόρια μας να γιορτάσουμε, πέρασε η επέτειος σχεδόν ατουφέκιστη. Άλλωστε πώς να γιορτάσεις την Ελευθερία, όταν διαπραγματεύεσαι την αμαχητί παράδοσή σου; Ίσως όμως και να ήταν καλύτερα έτσι. Αφού μας λείπουν οι πανηγυριστές, τι να τους κάνουμε τους δεκάρικους των πανηγυρτζήδων;
Ας σωπάσουμε λοιπόν, μήπως κι ετούτη την φορά ακούσουμε εκείνη την φωνή πατρίδας, βγαλμένη από τα κόκκαλα των Ελλήνων τα ιερά, από ανθρώπους δηλαδή των οποίων ο πατριωτισμός δεν ήταν ποτέ τζαμπατζίδικος. Μπορεί και να μας βολεύει που το λησμονούμε αλλά «είμαστε από καλή γενιά».
Στην Ήπειρο δεν έλειψαν ποτέ τα κλάματα αλλά πάντοτε, νομίζουμε, περίσσευε η αντρειοσύνη, που πολεμούσε για την επιούσια ελευθερία χτίζοντας σχολειά, άλλοτε με το περίσσευμα και συχνότερα με το υστέρημα την ξενιτεμένων της. Αυτός ήταν ο πανάρχαιος δρόμος μας. Έλληνες μες στα σκοτεινά μας τον δείχνουν: EΛEYΘEPIA.
Κι ο νους μας πάει στους παραθεωρημένου Χρήστο Χρηστοβασίλη και Κώστα Κρυστάλλη. Στους ανθρώπους δηλαδή που δεν έκαναν κανένα σκόντο σ’ ό,τι τους κληροδοτήθηκε, τιμώντας όσο λίγοι όχι μόνο την λογοτεχνία μας αλλά και την μικρή και μεγάλη πατρίδα μας με την ολόκαρδη συμμετοχή τους στους αγώνες της. Και με αυτούς καθηκόντως ξεκινούμε και μαζί τους θα συνεχίσουμε –όσο αντέξουμε– μαθητεύοντας στα εργόχειρά τους.
Μαθητεύουμε λοιπόν στα εργόχειρα του Σουλιώτη ευπατρίδη Χρήστου Χρηστοβασίλη, που σε κάθε ευκαιρία, από σχολιαρόπαιδο ακόμη, παράταγε τα χαρτιά του (και την βολή του) για να πολεμήσει για την Ελευθερία μας αλλά του άλλου αρχοντόπουλου, του παλικαρόπουλου από το Συρράκο, του μικρού μας πρωτοξάδελφου, του συμμαθητή της Ζωσιμαίας, του ορφανεμένου και κυνηγημένου Κώστα Κρυστάλλη. Του σταυραετού που πάγωσε στην ερημιά της Αθήνας.
Μνημονεύουμε Χρήστο Χρηστοβασίλη και Κώστα Κρυστάλλη –την ευχή τους να έχουμε στις μετρημένες μας ζωές. Κι όταν θέλουμε, όχι να καυχηθούμε αλλά να παρηγορηθούμε, ας λέμε «τέτοιους βγάζει ο τόπος μας κι ο τρόπος μας». Τέτοια είναι η γενιά μας και τέτοια είναι η σειρά μας. Κι έγνοια μας μοναχή ας είναι πώς να μην την πολυλερώσουμε με την αφροντισιά μας.
Και τ’ άλλα, αυτά που σήμερα μας σκοτίζουν τόσο, θα φωτιστούν τότε, δείχνοντάς μας την διαφορά μεταξύ της ζωής που ενεχυριάζεται κι αυτής που χαρίζεται.
Έρρωσθε.

Αναδημοσίευση από το τ. 37 του περιοδικού.

Το κρατητήριο και ο αγορητής

 

edra

 

του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου

 

 

 

Δεν ήμουν ένθερμος υποστηρικτής της Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης Γ. Παπανδρέου – Ε.Π. Παπανούτσου, αλλά δεν αμφισβητώ ότι την ενστερνίστηκε με ενθουσιασμό ένα μεγάλο μέρος των φιλολόγων, που προέρχονταν κυρίως από τη Φιλοσοφική Σχολή της Θεσσαλονίκης. Στον καθηγητή τους Ι. Θ. Κακριδή είχε ανατεθεί -και την πήρε ζεστά- η προεδρία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, γίνονταν σοβαρά συνέδρια, στα Νέα Ελληνικά δινόταν ιδιαίτερο βάρος, ο καθηγητής Λίνος Πολίτης συμμετείχε ολόψυχα σ’ αυτή τη μεταβολή – φυσούσε ούριος άνεμος.

 

Ανάμεσα στους ενθουσιασμένους και ένας νεοδιόριστος φιλόλογος -δυστυχώς ποτέ δεν έμαθα το όνομά του- που το υπουργείο τον έστειλε σε ένα μικρό νησί, άκρη Θεού. Ταξίδεψε προς τα εκεί κεφάτος, δίχως τα μεμψίμοιρα «Μωρέ στην εξορία του Αδάμ, στου διαόλου την τρύπα με καταδικάσαν να χωθώ !» – τίποτε από δαύτα. Αιγαιοπελαγίτικο νησί ήταν, όποιος διατηρεί αστόμωτες τις αισθήσεις του, δε γίνεται να κλαίγεται για δυο τρία χρόνια ζωής σε τέτοιο τόπο.

 

Όταν έφτασε, αντιμετώπισε μιαν απρόβλεπτη κατάσταση: δεν υπήρχε κατάλυμα. Ούτε ξενοδοχείο είχε το νησί ούτε διαθέσιμο για νοίκιασμα δωμάτιο – μικρά τα σπίτια και δεν χωρούσαν ξένο. Κάπου φιλοξενήθηκε τα πρώτα βράδια, το πρόβλημα όμως φαινόταν άλυτο. Το νησί όμως τον χρειαζόταν, και ο επικεφαλής του μικρού σταθμού της Χωροφυλακής τόλμησε να του προτείνει μιαν έξοδο από τη δυσχέρεια:

 

«Κύριε καθηγητά, είπε, στον σταθμό υπάρχει ένα δωμάτιο άδειο, το κρατητήριο. Δεν έτυχε ώς τώρα και ελπίζω πως δεν θα τύχει και στο μέλλον να το χρειαστούμε για κάποιον κρατούμενο. Τι λέτε; Αν του κάναμε μια ανακαίνιση, ένα καλό ασβέστωμα δηλαδή και δυο τρία απαραίτητα έπιπλα, θα σας βόλευε, ώσπου να ταχτοποιηθεί καλύτερα το πράγμα;»

 

Δέχθηκε μετά χαράς την πρόταση, έδωσε και ο ίδιος ένα χέρι για να ευπρεπιστεί το κελί του κι εγκαταστάθηκε εκεί αμέριμνος. Η ιστορία, όπως τη διάβασα, τελείωνε εκεί, δεν έλεγε αν αργότερα βρήκε βολικότερο κατάλυμα, ο αφηγητής έμεινε στον αμείωτο διδασκαλικό ενθουσιασμό του νεαρού φιλολόγου.

 

Αυτά εκεί γύρω στα 1963, όταν οι υποχρεωτικές ώρες διδασκαλίας ήταν 28 και οι εξωδιδακτικές σχολικές εργασίες γίνονταν εκτός του διδακτικού ωραρίου, ενώ συχνά ο καθηγητής υποχρεωνόταν να διδάσκει και μαθήματα άλλης ειδικότητας. Αυτά σε καιρούς που και μεγαλύτερα νησιά με αεροδρόμιο αποκόβονταν από τον κόσμο -κάποτε για εφτά οχτώ μέρες- γιατί οι άνεμοι ήταν δυνατοί και πλάγιοι και δεν επιτρέπανε στις δικινητήριες ντακότες να προσγειωθούν σε μονούς διαδρόμους.

 

Ναι, δεν πήγαιναν όλοι αγαλλομένω ποδί σε τέτοια μέρη, μπορεί κιόλας να μετρούσαν τους μήνες ή τα χρόνια, οι περισσότεροι όμως, ανάλογα και με τη δύναμή τους, έκαναν φιλότιμα τη δουλειά τους και δεν ανέχτηκαν να καταντήσουν τα δημόσια σχολεία εκδοτήρια τίτλων. Δεν ήταν όλοι ενθουσιασταί, όπως θα έλεγε και ο Παπαδιαμάντης, αλλά ο κλάδος, γενικά, ισορροπούσε.

 

Το νεωτερικό περιστατικό του τίτλου ανήκει στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1970, όταν πια ο συνδικαλισμός και οι νεώτερες σειρές των καθηγητών είχαν, με άλλου είδους ενθουσιασμό, προσδεθεί στα άρματα των κομμάτων.

 

Είχε, λοιπόν, επισκεφθεί την πόλη μας ένα μέλος του Δ.Σ. της ΟΛΜΕ για να μιλήσει στους καθηγητές των σχολείων της. Πολλοί καθηγητές, νέας κοπής κυρίως, στη μεγάλη αίθουσα τελετών του Γυμνασίου Θηλέων, και ο ομιλητής ρητόρευε από ρυτήρος -«με τον αέρα μπαλκονιού» σωστότερα- και υπερασπιζόταν τα δικαιώματα των καθηγητών. Κάποια στιγμή, με δραματική έμφαση, είπε πως είναι αφόρητο, όταν έχεις τελειώσει με τις διδακτικές σου υποχρεώσεις και ετοιμάζεσαι κατάκοπος να φύγεις, να σου παρουσιάζεται ένας γονιός μαθητή ρωτώντας πώς πάει το παιδί του – «μεσαιωνική κατάσταση, κύριοι συνάδερφοι!» ήταν η κορώνα του.

 

Δεν κρατήθηκα και του είπα όσα έπρεπε ν’ ακούσει αυτός και οι χειροκροτητές του. Επνιξε τα λόγια μου η βουή του ιπποδρόμου, που λέει ο Παπατσώνης. Οι εξέδρες έβραζαν. Με απήγαγε βίαια από την αίθουσα μια χεροδύναμη εξαδέλφη μου, πριν ανοίξουν τα κλουβιά των θηρίων.

 

ΠΗΓΗ