Monthly Archives: Ιουνίου 2013

Το κρατητήριο και ο αγορητής

 

edra

 

του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου

 

 

 

Δεν ήμουν ένθερμος υποστηρικτής της Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης Γ. Παπανδρέου – Ε.Π. Παπανούτσου, αλλά δεν αμφισβητώ ότι την ενστερνίστηκε με ενθουσιασμό ένα μεγάλο μέρος των φιλολόγων, που προέρχονταν κυρίως από τη Φιλοσοφική Σχολή της Θεσσαλονίκης. Στον καθηγητή τους Ι. Θ. Κακριδή είχε ανατεθεί -και την πήρε ζεστά- η προεδρία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, γίνονταν σοβαρά συνέδρια, στα Νέα Ελληνικά δινόταν ιδιαίτερο βάρος, ο καθηγητής Λίνος Πολίτης συμμετείχε ολόψυχα σ’ αυτή τη μεταβολή – φυσούσε ούριος άνεμος.

 

Ανάμεσα στους ενθουσιασμένους και ένας νεοδιόριστος φιλόλογος -δυστυχώς ποτέ δεν έμαθα το όνομά του- που το υπουργείο τον έστειλε σε ένα μικρό νησί, άκρη Θεού. Ταξίδεψε προς τα εκεί κεφάτος, δίχως τα μεμψίμοιρα «Μωρέ στην εξορία του Αδάμ, στου διαόλου την τρύπα με καταδικάσαν να χωθώ !» – τίποτε από δαύτα. Αιγαιοπελαγίτικο νησί ήταν, όποιος διατηρεί αστόμωτες τις αισθήσεις του, δε γίνεται να κλαίγεται για δυο τρία χρόνια ζωής σε τέτοιο τόπο.

 

Όταν έφτασε, αντιμετώπισε μιαν απρόβλεπτη κατάσταση: δεν υπήρχε κατάλυμα. Ούτε ξενοδοχείο είχε το νησί ούτε διαθέσιμο για νοίκιασμα δωμάτιο – μικρά τα σπίτια και δεν χωρούσαν ξένο. Κάπου φιλοξενήθηκε τα πρώτα βράδια, το πρόβλημα όμως φαινόταν άλυτο. Το νησί όμως τον χρειαζόταν, και ο επικεφαλής του μικρού σταθμού της Χωροφυλακής τόλμησε να του προτείνει μιαν έξοδο από τη δυσχέρεια:

 

«Κύριε καθηγητά, είπε, στον σταθμό υπάρχει ένα δωμάτιο άδειο, το κρατητήριο. Δεν έτυχε ώς τώρα και ελπίζω πως δεν θα τύχει και στο μέλλον να το χρειαστούμε για κάποιον κρατούμενο. Τι λέτε; Αν του κάναμε μια ανακαίνιση, ένα καλό ασβέστωμα δηλαδή και δυο τρία απαραίτητα έπιπλα, θα σας βόλευε, ώσπου να ταχτοποιηθεί καλύτερα το πράγμα;»

 

Δέχθηκε μετά χαράς την πρόταση, έδωσε και ο ίδιος ένα χέρι για να ευπρεπιστεί το κελί του κι εγκαταστάθηκε εκεί αμέριμνος. Η ιστορία, όπως τη διάβασα, τελείωνε εκεί, δεν έλεγε αν αργότερα βρήκε βολικότερο κατάλυμα, ο αφηγητής έμεινε στον αμείωτο διδασκαλικό ενθουσιασμό του νεαρού φιλολόγου.

 

Αυτά εκεί γύρω στα 1963, όταν οι υποχρεωτικές ώρες διδασκαλίας ήταν 28 και οι εξωδιδακτικές σχολικές εργασίες γίνονταν εκτός του διδακτικού ωραρίου, ενώ συχνά ο καθηγητής υποχρεωνόταν να διδάσκει και μαθήματα άλλης ειδικότητας. Αυτά σε καιρούς που και μεγαλύτερα νησιά με αεροδρόμιο αποκόβονταν από τον κόσμο -κάποτε για εφτά οχτώ μέρες- γιατί οι άνεμοι ήταν δυνατοί και πλάγιοι και δεν επιτρέπανε στις δικινητήριες ντακότες να προσγειωθούν σε μονούς διαδρόμους.

 

Ναι, δεν πήγαιναν όλοι αγαλλομένω ποδί σε τέτοια μέρη, μπορεί κιόλας να μετρούσαν τους μήνες ή τα χρόνια, οι περισσότεροι όμως, ανάλογα και με τη δύναμή τους, έκαναν φιλότιμα τη δουλειά τους και δεν ανέχτηκαν να καταντήσουν τα δημόσια σχολεία εκδοτήρια τίτλων. Δεν ήταν όλοι ενθουσιασταί, όπως θα έλεγε και ο Παπαδιαμάντης, αλλά ο κλάδος, γενικά, ισορροπούσε.

 

Το νεωτερικό περιστατικό του τίτλου ανήκει στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1970, όταν πια ο συνδικαλισμός και οι νεώτερες σειρές των καθηγητών είχαν, με άλλου είδους ενθουσιασμό, προσδεθεί στα άρματα των κομμάτων.

 

Είχε, λοιπόν, επισκεφθεί την πόλη μας ένα μέλος του Δ.Σ. της ΟΛΜΕ για να μιλήσει στους καθηγητές των σχολείων της. Πολλοί καθηγητές, νέας κοπής κυρίως, στη μεγάλη αίθουσα τελετών του Γυμνασίου Θηλέων, και ο ομιλητής ρητόρευε από ρυτήρος -«με τον αέρα μπαλκονιού» σωστότερα- και υπερασπιζόταν τα δικαιώματα των καθηγητών. Κάποια στιγμή, με δραματική έμφαση, είπε πως είναι αφόρητο, όταν έχεις τελειώσει με τις διδακτικές σου υποχρεώσεις και ετοιμάζεσαι κατάκοπος να φύγεις, να σου παρουσιάζεται ένας γονιός μαθητή ρωτώντας πώς πάει το παιδί του – «μεσαιωνική κατάσταση, κύριοι συνάδερφοι!» ήταν η κορώνα του.

 

Δεν κρατήθηκα και του είπα όσα έπρεπε ν’ ακούσει αυτός και οι χειροκροτητές του. Επνιξε τα λόγια μου η βουή του ιπποδρόμου, που λέει ο Παπατσώνης. Οι εξέδρες έβραζαν. Με απήγαγε βίαια από την αίθουσα μια χεροδύναμη εξαδέλφη μου, πριν ανοίξουν τα κλουβιά των θηρίων.

 

ΠΗΓΗ

Τρεις παράγραφοι για ένα καλοκαίρι

estate

του Δημήτρη Αγγελή

Άνθρωποι νωχελικά ξαπλωμένοι στις ψάθες της ακρογιαλιάς, διασκορπισμένοι σε αμμουδερούς κολπίσκους, σε βραχώδη ακρωτήρια, σε νησιά, ντυμένοι ανάλαφρα έως προκλητικά, ανοιχτοί στην ηδυπάθεια της θερμής αυγουστιάτικης νύχτας, ανέμελοι για το αύριο που ελπίζουν ν’ αργοπορήσει, να μη βρει το δρόμο του, να μην έρθει ποτέ: το σώμα γιορτάζει το καλοκαίρι του, την εξωστρέφειά του, ζει μέσα απ’ τον κάθε πόρο του δέρματός του. Ανοιχτό στη φύση και δεκτικό προς τους άλλους, «αρπαγμένο» απ’ τον ήλιο στους ώμους, με άμμο κι αλάτι στα μαλλιά, μεθάει με τις μικροχαρές της ζωής, βιώνοντας μια νόμιμη πρόφαση επιστροφής στην εφηβεία, μια θεσμοθετημένη περίοδο χάριτος κι ελευθερίας: την άδεια, που το αποφορτίζει απ’ όλες τις μέριμνες και τις ανησυχίες, εκείνες που το ρυτιδώνουν και το καμπουριάζουν όλο τον υπόλοιπο χρόνο. Παραμερίζουν για λίγο οι ασθματικές επαγγελματικές υποχρεώσεις, ξεχνάς την επιθετικότητα που σου προκαλούν οι βιορυθμοί και η χωροταξία της μεγαλούπολης, γίνεσαι από κατακτητής απλός περιηγητής του κόσμου, ένας ξένος. Γιατί μόνο σαν ξένος μπορείς να τον χαρείς αυθεντικά, ν’ αντικρύσεις τον κόσμο ως δωρεά, με βλέμμα άφθαρτο και καθαρό, δηλαδή σαν παραξενεμένος.

Το καλοκαίρι ορίζεται σαν μια ξενιτεία της νοο-τροπίας, μόνο που αυτή Συνέχεια