Χειμώνας μπαίνει ως το μυαλό

φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα

γράφει ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΝΤΟΥΛΑΣ

Τσουρούτικοι οι εορτασμοί για την φετινή επέτειο της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων. Λίγο η φτώχεια μας η οικονομική και πολύ η ανημπόρια μας να γιορτάσουμε, πέρασε η επέτειος σχεδόν ατουφέκιστη. Άλλωστε πώς να γιορτάσεις την Ελευθερία, όταν διαπραγματεύεσαι την αμαχητί παράδοσή σου; Ίσως όμως και να ήταν καλύτερα έτσι. Αφού μας λείπουν οι πανηγυριστές, τι να τους κάνουμε τους δεκάρικους των πανηγυρτζήδων;
Ας σωπάσουμε λοιπόν, μήπως κι ετούτη την φορά ακούσουμε εκείνη την φωνή πατρίδας, βγαλμένη από τα κόκκαλα των Ελλήνων τα ιερά, από ανθρώπους δηλαδή των οποίων ο πατριωτισμός δεν ήταν ποτέ τζαμπατζίδικος. Μπορεί και να μας βολεύει που το λησμονούμε αλλά «είμαστε από καλή γενιά».
Στην Ήπειρο δεν έλειψαν ποτέ τα κλάματα αλλά πάντοτε, νομίζουμε, περίσσευε η αντρειοσύνη, που πολεμούσε για την επιούσια ελευθερία χτίζοντας σχολειά, άλλοτε με το περίσσευμα και συχνότερα με το υστέρημα την ξενιτεμένων της. Αυτός ήταν ο πανάρχαιος δρόμος μας. Έλληνες μες στα σκοτεινά μας τον δείχνουν: EΛEYΘEPIA.
Κι ο νους μας πάει στους παραθεωρημένου Χρήστο Χρηστοβασίλη και Κώστα Κρυστάλλη. Στους ανθρώπους δηλαδή που δεν έκαναν κανένα σκόντο σ’ ό,τι τους κληροδοτήθηκε, τιμώντας όσο λίγοι όχι μόνο την λογοτεχνία μας αλλά και την μικρή και μεγάλη πατρίδα μας με την ολόκαρδη συμμετοχή τους στους αγώνες της. Και με αυτούς καθηκόντως ξεκινούμε και μαζί τους θα συνεχίσουμε –όσο αντέξουμε– μαθητεύοντας στα εργόχειρά τους.
Μαθητεύουμε λοιπόν στα εργόχειρα του Σουλιώτη ευπατρίδη Χρήστου Χρηστοβασίλη, που σε κάθε ευκαιρία, από σχολιαρόπαιδο ακόμη, παράταγε τα χαρτιά του (και την βολή του) για να πολεμήσει για την Ελευθερία μας αλλά του άλλου αρχοντόπουλου, του παλικαρόπουλου από το Συρράκο, του μικρού μας πρωτοξάδελφου, του συμμαθητή της Ζωσιμαίας, του ορφανεμένου και κυνηγημένου Κώστα Κρυστάλλη. Του σταυραετού που πάγωσε στην ερημιά της Αθήνας.
Μνημονεύουμε Χρήστο Χρηστοβασίλη και Κώστα Κρυστάλλη –την ευχή τους να έχουμε στις μετρημένες μας ζωές. Κι όταν θέλουμε, όχι να καυχηθούμε αλλά να παρηγορηθούμε, ας λέμε «τέτοιους βγάζει ο τόπος μας κι ο τρόπος μας». Τέτοια είναι η γενιά μας και τέτοια είναι η σειρά μας. Κι έγνοια μας μοναχή ας είναι πώς να μην την πολυλερώσουμε με την αφροντισιά μας.
Και τ’ άλλα, αυτά που σήμερα μας σκοτίζουν τόσο, θα φωτιστούν τότε, δείχνοντάς μας την διαφορά μεταξύ της ζωής που ενεχυριάζεται κι αυτής που χαρίζεται.
Έρρωσθε.

Αναδημοσίευση από το τ. 37 του περιοδικού.

Η εθνική αμηχανία των σχολικών γιορτών

apoxairetismos-manas

του Γιώργου Μάλφα

«Κάτου απ’ το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους

κρατάνε της καμπάνας το σκοινί – προσμένουνε την ώρα,

δεν κοιμούνται, δεν πεθαίνουν,

προσμένουν να σημάνουν την ανάσταση»

Γιάννης Ρίτσος, Ρωμιοσύνη

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα της «κρίσης ταυτότητας» που διαπερνά το σύγχρονο ελληνικό σχολείο είναι αυτό της διαχείρισης του ζητήματος των «εθνικών επετείων». Του τρόπου, δηλαδή, ανάγνωσης, ανάμνησης και ερμηνείας ιστορικών γεγονότων καθοριστικής σημασίας για την εθνική και κοινωνική επιβίωση-συνέχεια του λαού μας. Σε όποιον κινείται εντός της σχολικής πραγματικότητας είναι ολοφάνερη η αμηχανία και η αφασία που χαρακτηρίζει τις σχολικές επετείους των εθνικών μας γιορτών: αγχωτικό καθήκον, άχαρη εθιμική υποχρέωση, επαχθής εξακολουθητικός ευτελισμός των «ιδανικών» που κανείς πια δεν πιστεύει…

Στο επίκεντρο των σχετικών συζητήσεων ανακυκλώνεται αναπόφευκτα η έννοια και το περιεχόμενο του «έθνους»: η ιστορική και υλική του υπόσταση, η συμβολική και πολιτισμική του νοηματοδότηση. Το επίδικο του «έθνους» εξαιρετικά πολυσύνθετο από την ίδια του τη φύση. Πληθώρα  ιστορικών, πολιτικών, κοινωνικών και ιδεολογικών προβολών ερίζουν για τον (καθ)ορισμό του «έθνους» και φορτίζουν με οξύτητα το κλίμα και τον χαρακτήρα των «εθνικών επετείων». Στις γραμμές που ακολουθούν επιχειρείται  μια συνοπτική-σχηματική (και γι’ αυτό αναγκαστικά  γενικευτική) παρουσίαση δύο κυρίαρχων προσεγγίσεων του νοήματος των εθνικών γιορτών όπως αυτές εκδηλώθηκαν διαχρονικά στο εκπαιδευτικό μας σύστημα.

Το έθνος ως φετίχ

Στην εκδοχή αυτής της προσέγγισης δεσπόζει η Συνέχεια

bazaar θεολογικών τίτλων

TEOLOGIA

Αγαπητοί φίλοι σας ενημερώνουμε ότι το τριήμερο 25,26 και 27 Ιουλίου θα πραγματοποιήσουμε στο πατάρι του «πορθμού» bazaar θεολογικών τίτλων με μεγάλες εκπτώσεις 30-70% από διάφορους εκδότες (Αρμός, Εν πλω, Ίνδικτος, Δόμος, Παρουσία, Άρτος Ζωής, περιοδικό Σύναξη, μοναστηριακά κ.ά.).

Μπορείτε ωστόσο να επισκεφθείτε το πατάρι μας από την Τετάρτη 24/7, (6-9 μ.μ.), μέρα κατά την οποία θα διαθέτουμε και το νέο τεύχος του περιοδικού φρέαρ και θα βρίσκεται κοντά μας κι ο διευθυντής του κ. Δημήτρης Αγγελής.

Στο ισόγειο, όπως πάντοτε, θα βρείτε αρκετές νέες κυκλοφορίες αλλά και προσφορές σε διάφορες κατηγορίες βιβλίων και περιοδικών.

Σας περιμένουμε!!!

εκδόσεις – βιβλιοπωλείο πορθμός

Μ. Κακαρά 12, Χαλκίδα, 34100, τηλ. 22210 62626

porthmosbooks@gmail.com

Εικόνα

επιλεγμένα περιοδικά από 1 ευρώ!

promo riviste

Το κρατητήριο και ο αγορητής

 

edra

 

του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου

 

 

 

Δεν ήμουν ένθερμος υποστηρικτής της Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης Γ. Παπανδρέου – Ε.Π. Παπανούτσου, αλλά δεν αμφισβητώ ότι την ενστερνίστηκε με ενθουσιασμό ένα μεγάλο μέρος των φιλολόγων, που προέρχονταν κυρίως από τη Φιλοσοφική Σχολή της Θεσσαλονίκης. Στον καθηγητή τους Ι. Θ. Κακριδή είχε ανατεθεί -και την πήρε ζεστά- η προεδρία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, γίνονταν σοβαρά συνέδρια, στα Νέα Ελληνικά δινόταν ιδιαίτερο βάρος, ο καθηγητής Λίνος Πολίτης συμμετείχε ολόψυχα σ’ αυτή τη μεταβολή – φυσούσε ούριος άνεμος.

 

Ανάμεσα στους ενθουσιασμένους και ένας νεοδιόριστος φιλόλογος -δυστυχώς ποτέ δεν έμαθα το όνομά του- που το υπουργείο τον έστειλε σε ένα μικρό νησί, άκρη Θεού. Ταξίδεψε προς τα εκεί κεφάτος, δίχως τα μεμψίμοιρα «Μωρέ στην εξορία του Αδάμ, στου διαόλου την τρύπα με καταδικάσαν να χωθώ !» – τίποτε από δαύτα. Αιγαιοπελαγίτικο νησί ήταν, όποιος διατηρεί αστόμωτες τις αισθήσεις του, δε γίνεται να κλαίγεται για δυο τρία χρόνια ζωής σε τέτοιο τόπο.

 

Όταν έφτασε, αντιμετώπισε μιαν απρόβλεπτη κατάσταση: δεν υπήρχε κατάλυμα. Ούτε ξενοδοχείο είχε το νησί ούτε διαθέσιμο για νοίκιασμα δωμάτιο – μικρά τα σπίτια και δεν χωρούσαν ξένο. Κάπου φιλοξενήθηκε τα πρώτα βράδια, το πρόβλημα όμως φαινόταν άλυτο. Το νησί όμως τον χρειαζόταν, και ο επικεφαλής του μικρού σταθμού της Χωροφυλακής τόλμησε να του προτείνει μιαν έξοδο από τη δυσχέρεια:

 

«Κύριε καθηγητά, είπε, στον σταθμό υπάρχει ένα δωμάτιο άδειο, το κρατητήριο. Δεν έτυχε ώς τώρα και ελπίζω πως δεν θα τύχει και στο μέλλον να το χρειαστούμε για κάποιον κρατούμενο. Τι λέτε; Αν του κάναμε μια ανακαίνιση, ένα καλό ασβέστωμα δηλαδή και δυο τρία απαραίτητα έπιπλα, θα σας βόλευε, ώσπου να ταχτοποιηθεί καλύτερα το πράγμα;»

 

Δέχθηκε μετά χαράς την πρόταση, έδωσε και ο ίδιος ένα χέρι για να ευπρεπιστεί το κελί του κι εγκαταστάθηκε εκεί αμέριμνος. Η ιστορία, όπως τη διάβασα, τελείωνε εκεί, δεν έλεγε αν αργότερα βρήκε βολικότερο κατάλυμα, ο αφηγητής έμεινε στον αμείωτο διδασκαλικό ενθουσιασμό του νεαρού φιλολόγου.

 

Αυτά εκεί γύρω στα 1963, όταν οι υποχρεωτικές ώρες διδασκαλίας ήταν 28 και οι εξωδιδακτικές σχολικές εργασίες γίνονταν εκτός του διδακτικού ωραρίου, ενώ συχνά ο καθηγητής υποχρεωνόταν να διδάσκει και μαθήματα άλλης ειδικότητας. Αυτά σε καιρούς που και μεγαλύτερα νησιά με αεροδρόμιο αποκόβονταν από τον κόσμο -κάποτε για εφτά οχτώ μέρες- γιατί οι άνεμοι ήταν δυνατοί και πλάγιοι και δεν επιτρέπανε στις δικινητήριες ντακότες να προσγειωθούν σε μονούς διαδρόμους.

 

Ναι, δεν πήγαιναν όλοι αγαλλομένω ποδί σε τέτοια μέρη, μπορεί κιόλας να μετρούσαν τους μήνες ή τα χρόνια, οι περισσότεροι όμως, ανάλογα και με τη δύναμή τους, έκαναν φιλότιμα τη δουλειά τους και δεν ανέχτηκαν να καταντήσουν τα δημόσια σχολεία εκδοτήρια τίτλων. Δεν ήταν όλοι ενθουσιασταί, όπως θα έλεγε και ο Παπαδιαμάντης, αλλά ο κλάδος, γενικά, ισορροπούσε.

 

Το νεωτερικό περιστατικό του τίτλου ανήκει στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1970, όταν πια ο συνδικαλισμός και οι νεώτερες σειρές των καθηγητών είχαν, με άλλου είδους ενθουσιασμό, προσδεθεί στα άρματα των κομμάτων.

 

Είχε, λοιπόν, επισκεφθεί την πόλη μας ένα μέλος του Δ.Σ. της ΟΛΜΕ για να μιλήσει στους καθηγητές των σχολείων της. Πολλοί καθηγητές, νέας κοπής κυρίως, στη μεγάλη αίθουσα τελετών του Γυμνασίου Θηλέων, και ο ομιλητής ρητόρευε από ρυτήρος -«με τον αέρα μπαλκονιού» σωστότερα- και υπερασπιζόταν τα δικαιώματα των καθηγητών. Κάποια στιγμή, με δραματική έμφαση, είπε πως είναι αφόρητο, όταν έχεις τελειώσει με τις διδακτικές σου υποχρεώσεις και ετοιμάζεσαι κατάκοπος να φύγεις, να σου παρουσιάζεται ένας γονιός μαθητή ρωτώντας πώς πάει το παιδί του – «μεσαιωνική κατάσταση, κύριοι συνάδερφοι!» ήταν η κορώνα του.

 

Δεν κρατήθηκα και του είπα όσα έπρεπε ν’ ακούσει αυτός και οι χειροκροτητές του. Επνιξε τα λόγια μου η βουή του ιπποδρόμου, που λέει ο Παπατσώνης. Οι εξέδρες έβραζαν. Με απήγαγε βίαια από την αίθουσα μια χεροδύναμη εξαδέλφη μου, πριν ανοίξουν τα κλουβιά των θηρίων.

 

ΠΗΓΗ

Τρεις παράγραφοι για ένα καλοκαίρι

estate

του Δημήτρη Αγγελή

Άνθρωποι νωχελικά ξαπλωμένοι στις ψάθες της ακρογιαλιάς, διασκορπισμένοι σε αμμουδερούς κολπίσκους, σε βραχώδη ακρωτήρια, σε νησιά, ντυμένοι ανάλαφρα έως προκλητικά, ανοιχτοί στην ηδυπάθεια της θερμής αυγουστιάτικης νύχτας, ανέμελοι για το αύριο που ελπίζουν ν’ αργοπορήσει, να μη βρει το δρόμο του, να μην έρθει ποτέ: το σώμα γιορτάζει το καλοκαίρι του, την εξωστρέφειά του, ζει μέσα απ’ τον κάθε πόρο του δέρματός του. Ανοιχτό στη φύση και δεκτικό προς τους άλλους, «αρπαγμένο» απ’ τον ήλιο στους ώμους, με άμμο κι αλάτι στα μαλλιά, μεθάει με τις μικροχαρές της ζωής, βιώνοντας μια νόμιμη πρόφαση επιστροφής στην εφηβεία, μια θεσμοθετημένη περίοδο χάριτος κι ελευθερίας: την άδεια, που το αποφορτίζει απ’ όλες τις μέριμνες και τις ανησυχίες, εκείνες που το ρυτιδώνουν και το καμπουριάζουν όλο τον υπόλοιπο χρόνο. Παραμερίζουν για λίγο οι ασθματικές επαγγελματικές υποχρεώσεις, ξεχνάς την επιθετικότητα που σου προκαλούν οι βιορυθμοί και η χωροταξία της μεγαλούπολης, γίνεσαι από κατακτητής απλός περιηγητής του κόσμου, ένας ξένος. Γιατί μόνο σαν ξένος μπορείς να τον χαρείς αυθεντικά, ν’ αντικρύσεις τον κόσμο ως δωρεά, με βλέμμα άφθαρτο και καθαρό, δηλαδή σαν παραξενεμένος.

Το καλοκαίρι ορίζεται σαν μια ξενιτεία της νοο-τροπίας, μόνο που αυτή Συνέχεια

Πάρθεν: Λαϊκοί θρήνοι και θρύλοι για την άλωση της Πόλης

του Θεόδωρου Ε. Παντούλαpantoulas

Τα γεγονότα σχετικά με την δεύτερη άλωση της Κωνσταντινουπόλεως είναι λίγο πολύ γνωστά. Περισσότερο σημαντική όμως από τα ίδια τα γεγονότα είναι νομίζω η πρόσληψή τους και η μεθερμήνευσή τους από το ίδιο το λαϊκό σώμα. Οι θρήνοι, οι θρύλοι, και οι παραδόσεις αντιμετωπίσθηκαν μέχρι σήμερα σαν «σημαντικότατα λογοτεχνικά μνημεία» και έλαβαν θέση επίζηλο στις ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας και στις επετειακές ρητορείες. Πρόκειται για μια στενόκαρδη αντιμετώπιση που σφετερίζεται την λαϊκή παράδοση και παραθεωρώντας την, την παραχαράσσει κατά το δοκούν. Η φιλολογική και «ιστορική» αντιμετώπιση της λαϊκής παράδοσης δια της κειμενοποιήσεώς της στέρησε εν τέλει από την ίδια την παράδοση την αλήθεια της, που αλήθευε όσο κοινωνούνταν από το κοινωνικό σώμα και όχι όσο παρερμηνευόταν από ευφάνταστους μελετητές ή διαβαζόταν από φιλομαθείς αναγνώστες. Είναι ίσως αρκετά δύσκολο να γίνει αντιληπτή σήμερα η εξέχουσα θέση που ως ανυπέρβλητο οικουμενικό υπόδειγμα κατείχε η βασιλίδα των πόλεων κατά τους μέσους χρόνους. Η Κωνσταντινούπολη, η Νέα Ρώμη και η Νέα Ιερουσαλήμ συνάμα, αποτελούσε –παρά τις όποιες αντινομίες της– την ενσάρκωση της χριστιανικής πολιτείας που από καταβολής της είχε έναν καθαρά εσχατολογικό προορισμό τόσο για τους χριστιανούς όσο και για τους μουσουλμάνους, συνδέοντας το τέλος της με το τέλος του κόσμου και την Δευτέρα του Χριστού Παρουσία. Η άλωση της θεοφρούρητης Κωνσταντινουπόλεως από τους ετερόπιστους συγκλόνισε την Ρωμιοσύνη που δια των θρύλων και θρήνων της μεταποίησε την συμφορά σε ανυπέρβλητο πνευματικό μέγεθος. Το γεγονός της αλώσεως ήταν τόσο απίστευτο που η αποδοχή του γινόταν μόνο με την έκτακτη συνδρομή υπερφυσικών φαινομένων όπως με τα μισοτηγανισμένα ψάρια που παραμένουν ζωντανά μέχρι να ανακτηθεί η Πόλη. Ήτανε «θέλημα Θεού» η Πόλη να τουρκέψει κατά την λαϊκή απόφανση. Ο εκλεκτός του Θεού λαός τιμωρούνταν για τον εκπεσμό και τα ανομήματά του. Κυριαρχούν στις λαϊκές μας παραδόσεις η Αγια Σοφιά και ο τελευταίος βασιλιάς της Πόλης, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Σύμφωνα με τις παραδόσεις ο Κωνσταντίνος Δραγάτσης δεν πέθανε μαχόμενος ως απλός στρατιώτης στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού όπως μας διαβεβαιώνουν οι ιστορικοί αλλά άγγελος Κυρίου τον περιέθαλψε σε μυστική σπηλιά και μαρμαρωμένος περιμένει την ώρα που και πάλι άγγελος Κυρίου θα τον ξεμαρμαρώσει. Στη παμμέγιστη εκκλησία της Αγίας Σοφίας θα μείνει ημιτελής η θεία λειτουργία. Όταν οι πολιορκητές θα εισβάλουν στην Πόλη ο ιερέας μαζί με τα τίμια δώρα θα φυγαδευτεί σε κρύπτη μυστική του αγίου βήματος. Εκεί περιμένει καρτερικά την απελευθέρωση της Πόλης για να ολοκληρώσει το μυστήριο. Τα μισοτηγανισμένα ψάρια, ο μαρμαρωμένος βασιλιάς, η ημιτελής θεία λειτουργία δείχνουν ότι το τραγικό γεγονός της αλώσεως εκλαμβάνεται ως προσωρινό. Θα έλθει το πλήρωμα του χρόνου που θα τελειώσει το τηγάνισμα των ψαριών, θα ζωντανέψει ο βασιλέας και θα ολοκληρωθεί η θεία λειτουργία όταν η Πόλη ανακτηθεί από τους υπόδουλους. Η αρχική δυσπιστία και απελπισία για το γεγονός της αλώσεως μετατρέπονται σε ελπίδα αποκαταστάσεως. Οι λαϊκοί θρήνοι και οι παραδόσεις οι σχετικές με την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως παρακάμπτουν ή και αγνοούν την ακρίβεια των γεγονότων, υπερβαίνουν τα περιστατικά για να εκφράσουν το πάθος και την συγκίνηση που προκαλεί το ίδιο το γεγονός. Η αναμφίλεκτη ιστορική τους αξία έγκειται στην νοηματοδότηση της αλώσεως και όχι στην ίδια την άλωση. Το πότε και πώς πλάσθηκαν ή μεταπλάσθηκαν είναι ερωτήματα που δυστυχώς δεν μπορούν να απαντηθούν. Η καταγραφή τους άρχισε στις αρχές του 19ου αιώνα αλλά η σύνθεσή τους είναι κατά πολύ προγενέστερη χωρίς όμως να μπορεί να προσδιορισθεί με ακρίβεια. Το ποσοστό επέμβασης των καταγραφέων είναι ένα άλλο ζήτημα που δεν μπορεί επίσης να βρει ικανοποιητική απάντηση αν και η θεμιτή πληθώρα παραλλαγών τους πιστοποιεί, νομίζω, την διάδοσή τους και όχι την λόγια επεξεργασία τους. Όσο για την ανιστόρητη άποψη ότι οι παραδόσεις οφείλονται σε όψιμες και λόγιες επιδράσεις οι λίγοι θιασώτες της αναγνωρίζουν –άθελά τους– την σχέση συνδιαλλαγής μεταξύ λόγιας και λαϊκής παραδόσεως αλλά αποσιωπούν ότι ή λόγια και ‘διαφωτισμένη’ παράδοση αναπαρήγαγε και διέδιδε όλες τις δυτικές προκαταλήψεις περί Βυζαντίου. Γεγονός είναι ότι η υπόδουλη Ρωμιοσύνη ακόμη και μετά την άλωση είχε πνευματικό και πολιτικό της κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Κένταγε δικέφαλους αετούς στα προικιά της και στα Χριστόψωμα, σιγόψελνε προσευχές στις εκκλησιαστικές ακολουθίες της, νανούριζε τα βλαστάρια της τάζοντάς τους την Πόλη, πενθούσε τις Τρίτες και με κάθε ευκαιρία ευχόταν «και του χρόνου στην Πόλη». Πολύ πριν η νεοελλαδική λογιοσύνη «αποκαταστήσει» την σχέση της με το παρελθόν του Γένους το ίδιο το Γένος έδινε με την επανάσταση του 1821 απάντηση. Ο Γέρος του Μοριά ήταν κατηγορηματικός σε συζήτησή του με τον Χάμιλτον : «ο βασιλεύς μας (= ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος) εσκοτώθη, καμία συνθήκη δεν έκανε». Η Πόλη αλώθηκε, δεν παραδόθηκε. Γι’ αυτό κι «εμείς ποτέ δεν εκάμαμε συμβιβασμό με τους Τούρκους». Ο αγώνας νοηματοδοτούνταν και νομιμοποιούνταν από τον τελευταίο Παλαιολόγο. Το γιατί βεβαίως κάποιοι βολεύτηκαν στην Αθήνα και λησμόνησαν την Κωνσταντινούπολη είναι μιαν άλλη πικρή νεοελλαδική ιστορία. Από ένα σημείο κι έπειτα η λόγια παράδοση δεν θα οικειοποιηθεί αλλά θα καπηλευτεί την λαϊκή παράδοση για να ενισχύσει τους νέους της προσανατολισμούς. Η Μεγάλη Ιδέα της Ρωμιοσύνης μετασκευάζεται σε Μεγάλη Ιδέα του μικρού ελλαδικού βασιλείου. Κι αν η «βυζαντινή» περίοδος ήταν το δήλιον πρόβλημα των λογίων η «βυζαντινή» κληρονομιά ήταν η ζώσα λαϊκή παράδοση που για πέντε αιώνες δεν έπαψε να παρηγορείται και να παρηγορεί την Παναγία τραγουδώντας: Σώπασε, κυρά Δέσποινα, μην κλαίης, μη δακρύζεις πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά σου είναι. Το πρόβλημα των διαφωτισμένων –μέχρι γκαβωμάρας- λογίων δεν ήταν απλώς ότι απαξιούσαν τον μαρμαρωμένο βασιλιά, αλλά ότι δεν ήξεραν να τραγουδούν. Ήξεραν όμως να γράφουν. Έτσι το παυσίλυπον τραγούδι που μόλις μνημονεύθηκε έγινε κείμενο που διαβεβαίωνε ότι Πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλε δικά μας είναι. Ασφαλώς δεν επρόκειτο για σύμπνοια της λαϊκής παράδοσης με τους χειραγωγούς της. Και η διαφορά, σίγουρα, δεν εξαντλείται στην αλλαγή της κτητικής αντωνυμίας, αν και η κτητική αντωνυμία είναι, επί του προκειμένου, η μόνη προσφορά των λόγίων μας στην αυτοσυνειδησία του λαού μας.

Η πόλη ως πρόκληση

rifiuti - atene

του Δημήτρη Αγγελή

Η γένεση της δημοκρατίας συμβαδίζει ιστορικά με την εμφάνιση στο προσκήνιο του δημόσιου χώρου, ο οποίος δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται μόνο στη μεταφορική του σημασία, ως κοινότητα δηλαδή με υψηλό πνευματικό επίπεδο, αλλά πρωτίστως στην κυριολεκτική του: ο δημόσιος χώρος είναι η ίδια η πόλη που με την αρχιτεκτονική της διαρρύθμιση λειτουργεί ως ανοικτή πρόσκληση διαλόγου για τη συμμετοχή όλων στα κοινά. Εξάλλου, η μετάβαση στο δημοκρατικό πολίτευμα συντελέστηκε σταδιακά, από τον 8ο αιώνα και μετά, με την συμβολική «κάθοδο» της εξουσίας από το περίκλειστο ανάκτορο-φρούριο, όπου η βασιλική ισχύς περιβαλλόταν από μια ιερατική αχλύ, ες μέσον της πόλεως, στην αγορά, σ’ έναν τόπο όπου όλοι απείχαν εξίσου απ’ αυτόν, ώστε κανείς πλέον να μην μπορεί να ιδιοποιηθεί την εξουσία. Έτσι, τον 5ο π.Χ. αιώνα, ο χώρος της δημόσιας ανταλλαγής προϊόντων γίνεται και χώρος δημόσιας αντιπαράθεσης επιχειρημάτων για όλα τα ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος, γι’ αυτό και οι πολιτικοί αναφέρονται στα περισσότερα κείμενα ως «ρήτορες», επειδή ακριβώς διακρίνονταν για την τέχνη της πειθούς. Μάλιστα, η παρακμή της Θήβας αργότερα θα αποδοθεί ακριβώς στην παραμέληση της ρητορικής από τους πολίτες, λόγω των στρατιωτικών τους υποχρεώσεων, δηλαδή στην αμέληση του κυριότερου καθήκοντός τους. Να επισημάνουμε, επίσης, ότι ένας νόμος του Σόλωνα, που ίσως στις μέρες μας φαίνεται υπερβολικός αλλά αποδίδει με ακρίβεια την αντίληψη της αρχαίας Αθήνας για τη συμμετοχή στα κοινά, στερούσε τα πολιτικά δικαιώματα από εκείνους που σε περιόδους στάσεων δεν έπαιρναν δημοσίως το μέρος της μιας εκ των δύο παρατάξεων, χαρακτηρίζοντάς τους ως «άτιμους», ως απαθείς δηλαδή και αδιάφορους πολίτες.

Η μετάβαση στη δημοκρατία, λοιπόν, σήμαινε μια νέα αρχιτεκτονική αντίληψη που επέβαλε έναν χώρο ανταλλαγής ιδεών στο κέντρο της πόλεως. Γι’ αυτό, άλλωστε, Συνέχεια

βιβλιοπαρουσίαση του Τάσου Μιχαηλίδη

michailidis1

Οι εκδόσεις του περιοδικού manifesto ΠΟΛΙΤΙΚΗ  ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

σας προσκαλούν στην παρουσίαση

της ποιητικής συλλογής του Τάσου Μιχαηλίδη
Σπαράγματα Προσώπων,

η οποία θα πραγματοποιηθεί την Δευτέρα 13/5, στις 20.00 μ.μ. στο βιβλιοπωλείο πορθμός  (Κακαρά 12, Χαλκίδα, τηλ. 22210 – 62626)

Για την συλλογή θα μιλήσει ο κ. Άγγελος Μαντάς.

Συμμετέχουν οι μουσικοί: Κώστας Κουρμπέτης, τραγούδι

& Ηλιάνα Ηλιοπούλου, πιάνο

Ελλάς – Ελλήνων – Υπαλλήλων

Η σχέση των πολιτών με το κράτος υπήρξε από την ίδρυσή του προβληματική. Καταργήθηκε δια νόμου η αυτοδιοίκηση των κοινοτήτων και στηρίχθηκε η νομιμοποίησή του από μια πελατειακή αντίληψη, η οποία αντιλαμβανόταν το κράτος ως λάφυρο που έπρεπε να μοιραστεί κατά το εκάστοτε κομματικό δοκούν.
Αποκαλυπτική είναι η μετεπαναστατική κοινοβουλευτική συζήτηση για την ιδιότητα του Έλληνος που, διόλου τυχαία, μπερδευόταν με αυτή του δημοσίου υπαλλήλου! Εάν η αρχή είναι το ήμισυ του παντός είχαμε ξεκινήσει λάθος. «Και Συνέχεια